παλαιστίνιος

παλαιστίνιος
-α, -ο [Παλαιστίνη]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Παλαιστίνη
2. ως κύριο όν. αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από την Παλαιστίνη
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παλαιστίνιοι
Άραβες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τής Παλαιστίνης από τον 7ο αιώνα και τών οποίων μεγάλος αριθμός, κατά τον 20ό αιώνα, υποχρεώθηκε να εκπατριστεί ύστερα από την επανεγκατάσταση τών Εβραίων στην περιοχή αυτή και την ίδρυση τού κράτους τού Ισραήλ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Παλαιστίνιος — Παλαιστίνιος, ο θηλ. α αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από την Παλαιστίνη: Τα στρατόπεδα των Παλαιστινίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αραφάτ, Γιασέρ — (Yasir Αrafat, Ιερουσαλήμ 1929 –).Παλαιστίνιος ηγέτης, πρόεδρος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καΐρου (1952 56), όπου άρχισε και την αντιστασιακή του δράση κατά των Ισραηλινών, ιδρύοντας… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιστίνη — Η Π. βρέχεται Δ από τη Μεσόγειο και από τον κόλπο της Άκαμπα (Ερυθρά θάλασσα) στα Ν, και συνορεύει με τον Λίβανο στα Β, τις τεράστιες ερημικές ή ημιερημικές εκτάσεις της Συρίας στα Α, το Σινά στα ΝΔ. Μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε 3 λωρίδες,… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • παλαιστινιακός — ή, ό [Παλαιστίνιος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Παλαιστίνη ή στους Παλαιστινίους 2. φρ. «παλαιστινιακό ζήτημα» ζήτημα που δημιουργήθηκε στη διάρκεια τού 20ού αιώνα ως συνέπεια τής επανεγκατάστασης τών Εβραίων στην Παλαιστίνη και τής… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”