Παλαιστίνιος — Παλαιστίνιος, ο θηλ. α αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από την Παλαιστίνη: Τα στρατόπεδα των Παλαιστινίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αραφάτ, Γιασέρ — (Yasir Αrafat, Ιερουσαλήμ 1929 –).Παλαιστίνιος ηγέτης, πρόεδρος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καΐρου (1952 56), όπου άρχισε και την αντιστασιακή του δράση κατά των Ισραηλινών, ιδρύοντας… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Παλαιστίνη — Η Π. βρέχεται Δ από τη Μεσόγειο και από τον κόλπο της Άκαμπα (Ερυθρά θάλασσα) στα Ν, και συνορεύει με τον Λίβανο στα Β, τις τεράστιες ερημικές ή ημιερημικές εκτάσεις της Συρίας στα Α, το Σινά στα ΝΔ. Μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε 3 λωρίδες,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
παλαιστινιακός — ή, ό [Παλαιστίνιος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Παλαιστίνη ή στους Παλαιστινίους 2. φρ. «παλαιστινιακό ζήτημα» ζήτημα που δημιουργήθηκε στη διάρκεια τού 20ού αιώνα ως συνέπεια τής επανεγκατάστασης τών Εβραίων στην Παλαιστίνη και τής… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek